- γαστρεντερίτιδα
- Φλεγμονή του βλεννογόνου του στομαχιού και του λεπτού εντέρου που μπορεί να προκληθεί από τροφική δηλητηρίαση, βακτηριακή λοίμωξη, μεταλλικά άλατα, καθώς και από καταχρήσεις οινοπνευματωδών ποτών και φαγητών με πολλά καρυκεύματα ή ως συνέπεια άλλων παθολογικών καταστάσεων, όπως η γρίπη, η πνευμονία, ο τυφοειδής πυρετός, η χολέρα κ.ά. Τα συμπτώματά της είναι κυρίως εντερικά (διάρροιες) και σπανιότερα στομαχικά (εμετοί).
Η γ. των νηπίων, που είναι και η πιο επικίνδυνη, εκδηλώνεται με έντονες διάρροιες, περιττώματα πράσινου χρώματος, αδυνάτισμα και αφυδάτωση. Η σοβαρότερη μορφή της, η τοξινίαση, θεραπεύεται με χορήγηση σακχαρούχων και αλατούχων ορών, αντιβιοτικών φαρμάκων και υγρών για την καταπολέμηση της αφυδάτωσης.
Γ. παρατηρούνται και σε ορισμένα ζώα, κυρίως εξαιτίας κακής διατροφής ή μολυσματικών ασθενειών. Η αιμορραγική γ. του σκύλου χαρακτηρίζεται από αιματηρές διάρροιες, εμετούς και μεγάλη εξάντληση του ζώου. Οφείλεται σε τροφικές τοξικολοιμώξεις, διαθλαστικά βακτηρίδια ή λεπτοσπείρωση. Η λοιμώδης γ. της γάτας χαρακτηρίζεται από μεγάλη μεταδοτικότητα. Τα νεαρά ζώα που προσβάλλονται συνήθως υποφέρουν από συνεχείς εμετούς και εξάντληση και υποκύπτουν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα.
* * *ηφλεγμονή τού βλεννογόνου τού στομάχου και τών εντέρων.
Dictionary of Greek. 2013.